συνεπακολουθώ

συνεπακολουθώ
συνεπακολουθῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
(ως τριτοπρόσ.) συνεπακολουθεί
επακολουθεί κατ' ανάγκην
αρχ.
ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • συνεπακολούθημα — το, Ν αναγκαίο επακολούθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπακολουθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Χ. Α. Ηλιόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”